ΠΩΣ ΜΙΛΑΜΕ ΣΤΟ ΠΑΙΔΙ, ΟΤΑΝ ΧΩΡΙΖΟΥΜΕ ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ.
Γράφει ο Ρωμαίος Ζαννής
Ψυχολόγος, coach οικογένειας
Στην σύγχρονη αυτή εποχή, δεν θα μπορούσε να είναι πιο επίκαιρο, το εν λόγω θέμα της κρίσης του ζευγαριού και εν γένει της οικογένειας.
Η περίοδος αυτή του κοροναϊού, έφερε στην επιφάνεια συγκρούσεις και προβλήματα που ξάφνιασαν τους πρωταγωνιστές τους. Ξάφνιασαν, διότι, τα περισσότερα προβλήματα κρύβονται κάτω από την σκιά του καθημερινού προγραμματισμένου βίου. Για παράδειγμα, η έλλειψη χρόνου και προσοχής, που απορρέει από την καθημερινή υποχρέωση της επαγγελματικής εργασίας, καθώς και άλλων υποχρεώσεων, γίνεται πολλές φορές αιτία έλλειψης επικοινωνίας, συναισθηματικής έκφρασης και πνευματικής εγρήγορσης. Πράγμα που σημαίνει ότι, όταν αυτά απουσιάζουν, διακυβεύεται σχεδόν πάντοτε το οικοδόμημα της οικογένειας.
Οι γονείς που δυσκολεύονται να ακούν ο ένας τον άλλον, που δεν έχουν μάθει να υποχωρούν, να μπαίνουν στην θέση του συντρόφου τους, θα βρεθούν αναμφισβήτητα στην δυσάρεστη θέση ενός επικείμενου χωρισμού. Θύματα αυτού του χωρισμού είναι πάντοτε όλα τα μέλη της οικογένειας, αλλά τα παιδιά – τα οποία δεν φέρουν καμία ευθύνη – είναι τελικά τα μεγαλύτερα θύματα. Στις περιπτώσεις όπου είναι αδύνατον να αποφευχθεί ένας χωρισμός, τότε θα πρέπει να γίνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, δημοκρατικά και πολιτισμένα. Το πιο δύσκολο σημείο του χωρισμού είναι η στιγμή της γνωστοποίησής του στα παιδιά. Με ή χωρίς ΔΕΠ-Υ, οι τεχνικές επικοινωνίας που θα προτείνουμε, αφορούν όλα τα παιδιά. Όμως στα αγαπημένα μας δεπάκια, που έχουν το χάρισμα μιας ιδιαίτερης ευαίσθητοποίησης, τόσο στα ερεθίσματα, όσο και στην έκφραση αυτών, οφείλουμε να είμαστε, εμείς οι γονείς, όσο το δυνατόν πιο προσεκτικοί και προετοιμασμένοι, ώστε να αμβλύνουμε οποιαδήποτε επίπτωση που πάντοτε ο χωρισμός φέρνει. Πρώτος και κύριος κανόνας είναι, να γνωρίζουν οι γονείς τι σημαίνει για το παιδί ένα διαζύγιο. Τα παιδιά βιώνουν μία ανασφάλεια τρομακτική, απόρριψη, εγκατάλειψη και φοβούνται πολύ μήπως στερηθούν το γονέα που φεύγει από το σπίτι. Επίσης, αισθάνονται υπεύθυνα για τον χωρισμό των γονιών τους, ώστε διακατέχονται από έντονες ενοχές και ανάλογες σκέψεις.
Αυτό το σημείο είναι το πιο σημαντικό και θα πρέπει να δοθεί η μεγαλύτερη προσοχή. Οι γονείς θα πρέπει να το ανακοινώσουν μαζί – ποτέ χωριστά – στα παιδιά, όταν πια θα είναι σίγουροι, αλλά και πρακτικώς έτοιμοι γι’ αυτό. Το ύφος συνίσταται να είναι, ένα σταθερά σίγουρο, χωρίς ενοχές, ύφος, αλλά στολισμένο με απεριόριστη κατανόηση, ως προς την δυσφορία των παιδιών, και γλυκό τόνο φωνής. Δεν θα βιάζονται να τελειώσουν τον διάλογο, ούτε θα ομιλούν δυνατά και ακατάπαυστα. Πρέπει να δείξουν στο παιδί ότι δεν υπάρχει μεταξύ τους αντιπάθεια, ότι είναι μία απόφαση από κοινού, χωρίς να διαφωνούν στα λεγόμενά τους μπροστά στο παιδί. Πρέπει να βρουν τρόπους να πείσουν το παιδί, ότι δεν έχει καμία απολύτως ευθύνη! Σε αυτό το σημείο, βοηθάει καταλυτικά, η αγκαλιά και των δύο γονιών στο παιδί, κυρίως για παιδιά στην προεφηβική ηλικία (έως 12 ετών), όπου η σωματική επαφή είναι αμεσότερη, ως τρόπος επικοινωνίας, για εκείνα. Σημαντική επισήμανση, πάντοτε να απευθυνόμαστε στο παιδί, όχι σαν ένα πρόσωπο που δεν καταλαβαίνει, αλλά σαν να μιλάμε σε ενήλικα με δική του υπόσταση και τον απαιτούμενο σεβασμό.
Οι γονείς δεν θα πρέπει να ξεχνούν, ότι το παιδί δεν μπορεί να δει τα πλεονεκτήματα του χωρισμού, αφού για εκείνο αποτελεί, κυριολεκτικά ένα πένθος. Γι’ αυτό οφείλουν να του τα επισημάνουν, ακόμα και στην περίπτωση όπου αρνούνται να συμφωνήσουν ή αντιδρούν. Δίνουμε πάντοτε έμφαση, ότι θα συνεχίσουν να το προστατεύουν και ότι το μέλος που θα αποχωρήσει, θα είναι πάντοτε στο πλευρό του. Σε αυτό το σημείο, είναι καλό, ο γονέας που θα αποχωρήσει (συνήθως ο πατέρας), να δώσει το νούμερο τηλεφώνου του (ή και άλλα στοιχεία που ίσως χρειάζονται) στο παιδί, με τη βεβαίωση να μην διστάσει να το χρησιμοποιήσει. Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα παιδιά στον χωρισμό, είναι το δίλημμα, αν θα πρέπει να δείχνουν στον έναν γονιό περισσότερη αγάπη ή όχι, κάτι που θα πρέπει εξαρχής, οι γονείς να φροντίσουν να προλάβουν, ενθαρρύνοντας τα να εκφράζονται όπως αισθάνονται.
Κάτι που θα πρέπει, επίσης, να προσέξουν οι γονείς, είναι να μην αλλάξουν οι κανόνες πειθαρχίας που ίσχυαν και πριν το χωρισμό. Τέλος, θα πρέπει οι γονείς να έχουν έναν τόνο απολογητικό και, βεβαίως, να ενημερώσουν τα παιδιά, για τα επόμενα πρακτικά βήματα που θα ακολουθήσουν (πότε και πού θα βρίσκεται με το μέλος που αποχωρεί, τι θα αλλάξει από την διαμονή του, σχολείο κλπ). Αφού ολοκληρώσουν την συζήτηση, οφείλουν να επιτρέψουν στα παιδιά, να εκφράσουν τις διαφωνίες τους, τις αντιδράσεις τους και τις ερωτήσεις τους.
Εν κατακλείδι, είναι καλό να θυμούνται οι γονείς, ότι κάθε πρόβλημα μπορεί να λυθεί, ή να ελαχιστοποιηθούν οι συνέπειες του, όταν ο τρόπος προσέγγισής τους, δίνει προτεραιότητα στην ανάγκη του παιδιού, ακόμα και αν αυτό περιορίζει την ικανοποίηση του εαυτού τους.